Φίλοι από άλλες χώρες
Καθαρεύουσα είναι η λόγια μορφή της Ελληνικής γλώσσας η οποία προτάθηκε τον 18ο αιώνα και χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα στην Ελλάδα και την Κύπρο από συγγραφείς, εφημερίδες και το Κράτος.
Τη μορφή αυτή πρότεινε ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1834), Έλληνας φιλόλογος, επηρεασμένος από τις ιδέες του διαφωτισμού. Σκοπός του ήταν να «καθαριστεί» η ελληνική γλώσσα από τις ξένες επιδράσεις που είχε δεχτεί κατά τη μακρά παραμονή αυτών των εθνοτικών ομάδων στον ελληνικό χώρο. Η καθαρεύουσα έχει πολλά στοιχεία από την αρχαία ελληνική γλώσσα και αποτελεί έναν ενδιάμεσο κρίκο με τη δημοτική γλώσσα. Στην καθαρεύουσα χρησιμοποιείται αποκλειστικά το πολυτονικό σύστημα. Χρησιμοποιήθηκε από το επίσημο Ελληνικό κράτος μέχρι το 1976, οπότε και καταργήθηκε η χρήση της από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Γεώργιο Ράλλη και επιβλήθηκε η χρήση της νεοελληνικής δημοτικής γλώσσας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και στη διοίκηση. Αρκετά στοιχεία της πέρασαν στη δημοτική, κυρίως φράσεις της δοτικής όπως «εν ψυχρώ», «μα τω Θεώ» κ.τ.λ. |
Αντιστοίχισε τις λέξεις της καθαρεύουσας με αυτές της δημοτικής
Αποτελεσματικές, συμπερασματικές προτάσεις
Ομώνυμες – παρώνυμες λέξεις , Οικογένειες λέξεων
Ομώνυμα λέγονται οι λέξεις που προφέρονται με τον ίδιο τρόπο, αλλά έχουν διαφορετική σημασία και (συνήθως) γράφονται διαφορετικά: π.χ. ψηλός (= που έχει μεγάλο ύψος), ψιλός (= λεπτός) Στα παραπάνω παραδείγματα οι ομώνυμες λέξεις ψηλός– ψιλός, κλίμα– κλήμα έχουν διαφορετική ορθογραφία. Αυτό συμβαίνει συνήθως. Όμως υπάρχουν και ομώνυμα με την ίδια ορθογραφία: π.χ. ταινία (= κινηματογραφικό έργο), ταινία (= σκουλήκι που ζει ως παράσιτο στο έντερο του ανθρώπου). |
Παρώνυμα λέγονται οι λέξεις που μοιάζουν αρκετά στην προφορά, αλλά έχουν διαφορετική σημασία και γράφονται διαφορετικά: π.χ. σφήκα – σφίγγα καμάρα – κάμαρα αχόρταγος – αχόρταστος στήλες – στύλος στερώ – υστερώ τεχνητός – τεχνικός Όταν τα παρώνυμα ξεχωρίζουν μόνο από τον διαφορετικό τονισμό, λέγονται τονικά παρώνυμα: π.χ. σκεπή – σκέπη νομός – νόμος θολός – θόλος γερός – γέρος περνώ – παίρνω φορά – φόρα |
Ιστορίες με φίλους
Οι φίλοι τραγουδάνε
Τα είδη των προτάσεων ανάλογα με το περιεχόμενο
Οι φίλοι γιορτάζουν
Οι μαντινάδες Η λέξη μαντινάδα προέρχεται από την Ενετική λέξη Matinada που σημαίνει νυχτερινό τραγούδι του έρωτα ή του ερωτευμένου. Σύμφωνα με κάποιους προέρχεται από την ελληνική λέξη μαντάτα = ειδήσεις. Περιζήτητοι στις παρέες ήταν οι μαντιναδολόγοι ή ριμαδόροι. Σε περίπτωση που συναντιόντουσαν σε ένα γλέντι δύο ή και περισσότεροι ριμαδόροι τότε αυτοί αναμετριόνταν στα λεγόμενα «ντρακαρίσματα» ή «κοντραρίσματα». Σε αυτά κάθε μαντινάδα έρχεται σαν απόκρουση ή γελοιοποίηση εκείνης που ειπώθηκε από τον αντίπαλο πρωτύτερα. Μαντινάδες συναντάμε σε αρκετά μέρη της Ελλάδας. Το πρώτο στιχάκι που μπορεί να χαρακτηριστεί ως μαντινάδα χρονολογείται στο 13ο αι. Ιδιαίτερη ανάπτυξη έχουν γνωρίσει οι μαντινάδες στην Κρήτη, όπου συνοδεύονται από την Κρητική μουσική. Τραγουδιούνται σε γάμους, βαπτίσια, κατά τη διάρκεια γλεντιού ή χορών. Μέσα από τις μαντινάδες ο λαός εκφράζει τα συναισθήματά του, τις σκέψεις του. |
Περιηγηθείτε στις σελίδες αυτές, για να εντρυφήσετε
στη συνοχή ενός κειμένου, τις διαρθρωτικές λέξεις, τη λειτουργία και τα είδη τους!